ανιαρότητα

ανιαρότητα
[-ης (-ητος)] η надоедливость, назойливость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανιαρότητα" в других словарях:

  • ανιαρότητα — η (κ. ότης, ότητος) η ιδιότητα του ανιαρού, η ανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιαρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • κεχηνώς — κεχηνώς, υῑα, ός (Α) 1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ») β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς… …   Dictionary of Greek

  • πληκτικότητα — η, Ν [πληκτικός] η ιδιότητα τού πληκτικού, το να είναι κανείς ή κάτι πληκτικό, ανιαρότητα, μονοτονία …   Dictionary of Greek

  • στέγνα — και στέγνια και στέγνη, η, Ν [στεγνός] 1. η ιδιότητα τού στεγνού, η απουσία υγρασίας 2. ανομβρία 3. μτφ. ξηρότητα, ανιαρότητα 4. μτφ. έλλειψη μέσων και χρημάτων …   Dictionary of Greek

  • ενοχλητικότητα — η το να είναι κάποιος ενοχλητικός, ανιαρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»